- κιδνόν
- κιδνόν· ἐνθάδε (Paph.), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιδνόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐνθάδε». [ΕΤΥΜΟΛ. Περιέχει το ΙΕ δεικτικό μόριο *ki, που απαντά επίσης στο λατ. ci s «εφεξής» «από εδώ και πέρα», και στο ἐκεῖ. Αβέβαιη η περαιτέρω δομή του. Κατά μία άποψη το κιδ συνδέεται με το γοτθ. hit a τής φρ. und hita … Dictionary of Greek
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia